- κυριολογία
- κῡριο-λογία, ἡ,A = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυριολογία — κυριολογίᾱ , κυριολογία proper meaning fem nom/voc/acc dual κυριολογίᾱ , κυριολογία proper meaning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριολογίᾳ — κυριολογίᾱͅ , κυριολογία proper meaning fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριολογία — κυριολογία, ἡ (Α) [κυριολογώ] 1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους 2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης 3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῡ», Αθανάσ.) … Dictionary of Greek
κυριολογίας — κυριολογίᾱς , κυριολογία proper meaning fem acc pl κυριολογίᾱς , κυριολογία proper meaning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριολογίαν — κυριολογίᾱν , κυριολογία proper meaning fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
κυριολογικός — κυριολογικός, ή, όν (Α) [κυριολογία] αυτός που εκφράζει κάτι καθαρά και με ακρίβεια, αυτός που ακριβολογεί … Dictionary of Greek
ԻՍԿԱԲԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0868 Chronological Sequence: 7c գ. κυριολογία prorietas loquendi. Հաւաստաբանութիւն. ճշգրտաբանութիւն. *Զքրիստոս իսկաբանելով. վասն զի գովեստ ձայնի իսկաբանութիւն է. Քեր. քերթ. (որ եւ կոչի անդ՝ բնաբանութիւն) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)